- ομφαλοθρυψία
- ηιατρ. σύνθλιψη τής ομφαλίδας που γίνεται για να εξασφαλισθεί αιμόσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + θρύψις (< θρύπτω «συντρίβω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… … Dictionary of Greek